Αφροδίσια Νοσήματα (ΑΝ)
Med-Lab Scientists :: ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟΣ ΧΩΡΟΣ / LABORATORY AREA :: Εργαστηριακά Μαθήματα / Laboratory Lessons
Σελίδα 1 από 1
Αφροδίσια Νοσήματα (ΑΝ)
Αφροδίσια Νοσήματα (ΑΝ)
Τα αφροδίσια νοσήματα (ΑΝ) αποτελούν έναν από τους κύριους παράγοντες των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων (ΣΜΝ) και επιδημιών παγκοσμίως. Σήμερα, και ενώ υπάρχουν πολλές σύγχρονες διαγνωστικές και θεραπευτικές μεθόδοι, τα περιστατικά των ΣΜΝ παραμένουν υψηλά. Για παράδειγμα, η ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά των βακτηριακών ΣΜΝ (π.χ. πενικιλλίνη ανθεκτικοί γονόκοκκοι) καθιστούν την καταπολέμησή τους, και επομένως και των ασθενειών που προκαλούν, πιο δύσκολο να θεραπευθούν. Ως αποτέλεσμα, τόσο οι χρόνιες αλλά και οι οξείες φάσεις των ΑΝ μπορούν να προκαλέσουν σοβαρα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα.
Έχει υπολογιστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 περίπου 1 εκατομμύριο άνθρωποι μολύνονται κάθε μέρα. Από αυτούς, το 60% ήταν κάτω των 25 ετών, ενώ από αυτό το γκρούπ των ατόμων το 30% ήταν κάτω των 20 ετών. Το 1999 μάλιστα, υπολογίστηκε ότι 340 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις μόλυνσης από σύφιλη, γοννόροια, χλαμύδια και τριχομονάδα συνέβησαν παγκοσμίως. Άλλες δημογραφικές έρευνες έχουν δείξει, ότι τα ποσοστά μόλυνσης από ΣΜΝ σε σεξουαλικώς ενεργά νεαρά κορίτσια ήταν ως εξής: χλαμύδια: 10%–25%, γοννόροια: 3%–18%, σύφιλη: 0%–3%, τριχομονάδα: 8%–16%, και ιός του απλού έρπητα: 2%–12%. Σε σχέση με τους άνδρες που τα ποσοστά κυμαίνονταν από: χλαμύδια: 9%–14%, και γοννόροια: 2%–3%.
Παθολογία – Τρόποι μετάδοσεις
Τα ΣΜΝ μπορούν να μεταδοθούν διαμέσου διαφόρων οδών, συνήθως βλεννογόνων και μεμβρανών, όπως, του πέους, του αιδίου, του πρωκτού και της ουρηρθρικής οδού. Λιγότερο συχνά μεταδίδονται μέσω των βλεννογόνων του στόματος, του λάρυγγα, της αναπνευστικής οδού και των οφθαλμών. Τα διάφορα παθογόνα μπορούν να περάσουν από διάφορα "σπασίματα" και εκδορές του δέρματος, όσο μικρές και εαν είναι αυτές. Κύρια πηγή μόλυνσης είναι: τα "αφροδίσια" υγρά, το σάλιο, οι βλεννώδεις περιοχές, το δέρμα (κυρίως των γεννητικών περιοχών). Υπάρχουν και σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες η μόλυνση μπορεί να μεταδοθεί και μέσω των περιττωμάτων, των ούρων και τον ιδρώτα. Μερικά ΣΜΝ, όπως το AIDS μπορούν να μεταδοθούν και από την μητέρα στο νεογνό, είτε κατά την γέννα, είτε μέσω του μητρικού γάλακτος (θηλασμό). Άλλες οδοί μετάδοσης συμπεριλαμβάνουν: μεταγγίσεις αίματος ή άλλων προϊόντων του αίματος, μολυσματικές σύρριγγες, ατυχήματα με μολυσματικές σύρριγγες κυρίως σε νοσοκομεία και εργαστήρια, χρησιμοποίηση συρρίγγων για ταττού, κατά την γέννηση. Πολλές από τις μολύνσεις δεν είναι άμεσα εντοπίσιμες μετά από την επαφή/ έκθεση και θα πρέπει να περάσει κάποιο χρονικό διάστημα έτσι ώστε τα διαγνωστικά τέστ να είναι πιο ακριβή και να εντοπίσουν την νόσο.
Πολλά ΣΜΝ μπορούν πιο εύκολα να μεταδοθούν με το στοματικό έρωτα από ότι με το φιλί. Με τον HIV, τα γεννητικά υγρά έχουν μεγαλύτερη συγκέντρωση του παθογόνου (ιού) από ότι το σάλιο. Επίσης, ενώ ο στοματικός έρωτας αποτελεί τρόπο μετάδοσης των ΣΜΝ, ωστόσο, στην βιβλιογραφία δεν υπάρχουν σαφές ενδείξεις και αρκετά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι στοματο–γεννητική επαφή μπορεί να αποτελεί το μέσο μετάδοσης κάποιο ιόν (π.χ. του ιού του ανθρώπινου θηλώματος HPV). Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν και περιπτώσεις ΣΜΝ που μπορούν να μεταδοθούν με άμεση επαφή του δέρματος, όπως ο ιός του έρπητα (HSV) και ο HPV. Ο ιός Kaposi sarcoma–associated herpes virus ή KSHV (HHV– μπορεί να μεταδοθεί με βαθύ φίλημα άλλα και με το σάλιο, όταν αυτό χρησιμοποιείται σαν λιπαντικό μέσο.
Ανάλογα με το ΣΜΝ, ένα άτομο μπορεί να είναι μολυσματικό ακόμα και αν δε έχει εμφανή συμπτώματα της ασθένειας. Για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί να μεταδώσει τον έρπητα όταν υπάρχουν εμφανείς φουσκάλες/ έλκη, παρότι όταν δεν υπάρχουν. Ωστόσο, ένα άτομο μπορεί να μεταδώσει τον ιό του AIDS σε οποιαδήποτε στιγμή, ακόμα και αν δεν έχει εμφανίσει συμπτώματα (της ασθένειας). Γεγονός είναι ότι, όλες οι σεξουαλικές συμπεριφορές που περιλαμβάνουν κάποια μορφή επαφής με σωματικά υγρά θα πρέπει να θεωρείται ότι περιέχουν το ρίσκο μετάδοσης κάποιου ΣΜΝ. Ενώ η μεγαλύτερη προσοχή έχει δοθεί στο να ελεγχθούν (κοντρολαριστούν) ή και να θεραπευθούν διάφοροι ιοί όπως ο HPV, παρ' όλα αυτά βακτήρια, μύκητες, πρωτόζωα και παράσιτα, όλα μπορούν να προκαλέσουν ΣΜΝ (αιτιολογικοί παράγοντες).
Παθολογία – Γενικά Συμπτώματα
Τα κλινικά συμπτώματα των ΑΝ μπορούν να συνοψιστούν γενικά σε γεννητικής φύσεως, από τα οποία τα τρία κυριότερα είναι εκκρίσεις από την ουρήθρα, τον κόλπο, και εξελκώσεις στα γεννητικά όργανα. Άλλα που μπορούν να υφίστανται παράλληλα (ή όχι) συμπεριλαμβάνουν πυρετό, πόνο, κνησμό, δυσοσμία, πρήξιμο των γεννητικών οργάνων, εξανθήματα, πόνο των αρθρώσεων και προβλήματα στα μάτια. Πολλές φορές μάλιστα, ο ασθενής μπορεί να είναι τελείως ασυμπτωματικός. Τα αίτια των συμπτωμάτων αυτών ποικίλουν και πάντα ανάλογα με το ΑΝ. Παρακάτω δίνονται κάποια από τα κυριώτερα συμπτώματα μερικών από τα ΑΝ.
Γονόρροια (Neisseria gonorrhoeae): Το πιο συχνό σύμπτωμα της γονόρροιας είναι η ουρηθρίτιδα, η οποία μπορεί να προκαλέσει δυσουρία και/ ή διάφορες εκκρίσεις. Στους άντρες διάφορες άλλες επιπλοκές συμπεριλαμβάνουν ανίουσα μόλυνση που μπορεί να φτάσει στην επιδιδυμίδα (επιδιδυμίτιδα) ή τον προστάτη (προστατίτιδα) προκαλώντας έτσι οξεία ή χρόνια μόλυνση. Στις γυναίκες, η πρωταρχική μόλυνση είναι συνήθως ενδο–τραχηλίτιδα, τα συμπτώματα της οποίας μπορεί να είναι κολπικές εκκρίσεις, πόνο στην πύελο (λόγο μόλυνσης), δυσουρία, και εμμηνορροϊκή αιμορραγία κατά το μέσο της περιόδου. Επίσης, μπορεί να εμφανιστεί και πρωκτίτιδα.
Χλαμυδίωση (Chlamydia trachomatis): Μόλυνση των γεννητικών οργάνων. Στους άνδρες προκαλεί εξωτερικά ουρηθρίτιδα με δυσουρία και εκκρίσεις. Το 50% των περιπτώσεων μπορεί να είναι ασυμπτωματικοί ασθενείς. Ανίουσες μολύνσεις μπορεί να οδηγήσουν σε επιδιδυμίτιδα και πολλές φορές εμφανίζεται και πρωκτίτιδα. Στις γυναίκες, μέχρι το 80% των περιπτώσεων είναι ασυμπτωματικοί ασθενείς, αλλά εμφανίζονται και συμπτώματα όπως κολπικές εκκρίσεις, αιμορραγία κατά το μέσο της περιόδου και μετά συνουσίας, καθώς επίσης και χαμηλός κοιλιακός πόνος. Ανίουσα μόλυνση μπορεί να οδηγήσει σε οξεία σαλπιγγίτιδα.
Σύφιλη (Treponema pallidum): Xωρίζεται σε πρωταρχική, δευτερεύουσα, τριτογενή και προχωρημένου σταδίου.
Πρωταρχική: Η επώαση μπορεί να διαρκέσει από 10 εως και 90 ημέρες (μέσος όρος ~21 ημέρες). Μια βλατίδα (οζίδιο) σχηματίζεται στην περιοχή ενοφθαλμισμού (μόλυνσης), η οποία αργότερα εξελκώνεται και σιγά σιγά μετατρέπεται σε συφιλιδικό έλκος (χωρίς πόνο), με παράλληλη συνήθως ανώδυνη περιφερειακή λεμφαδενοπάθεια. Το έλκος μπορεί να περάσει απαρατήρητο, ενώ η ίαση επέρχεται αυτόματα μετά από 2–3 εβδομάδες.
Δευτερέυουσα: Παρατηρείται 4 με 10 εβδομάδες μετά την εμφάνιση της πρωτοταγούς εκδοράς και εμφανίζονται σωματικά συμπτώματα όπως πυρετός, πονόλαιμος, αδιαθεσία, και αρθραλγία. Σε αυτήν την φάση, οποιοδήποτε όργανο μπορεί να προσβληθεί (οργανικά συμπτώματα) οδηγώντας έτσι σε ηπατίτιδα, νεφρίτιδα, αρθρίτιδα και μηνιγγίτιδα. Παράλληλα, σε μερικές περιπτώσεις το πρωταρχικό συφιλιδικό έλκος μπορεί ακόμα να υπάρχει. Άλλα συμπτώματα που εμφανίζονται μπορεί να είναι γενική λεμφαδενοπάθεια (50%), και εξανθήματα στο δέρμα, τα οποία μπορεί να καλυπτουν όλο το σώμα. Εμφανίζονται επίσης και τα γνωστά κονδυλώματα (Condylomata lata), τα οποία είναι οζίδια, πλακώδεις εκδορές, ή αλλίως επιδερμικές ελκώσεις των βλεννωδών επιφανειών, τα οποία μπορούν να εμφανιστούν στο δέρμα, στο στόμα, και κυρίως στα γεννητικά όργανα. Πολλές φορές περιγράφονται ως "ελκώδη αποτυπώματα σαλιγκαριού" ("snail track ulcers"). Επίσης, οξεία νευρολογικά προβλήματα.
Τριτογενή και προχωρημένου σταδίου: Χαρακτηρίζονται κυρίως από καρδιαγγειακά και νευρολογικά συμπτώματα (νευροσύφιλη).
Ιός του απλού έρπητα (HSV): Ασυμπτωματικοί ασθενείς που μολύνθηκαν από HSV σπανίζουν. Ο έρπητας των γεννητικών οργάνων συνοδεύεται από οργανικά συμπτώματα όπως, πυρετό, μυαλγίες και πονοκέφαλο, το καθένα από τα οποία μπορεί να εμφανισθεί με διαφορετική έκταση και σοβαρότητα. Εμφανίζονται επώδυνα επιφανειακά έλκη, ενώ άτυπες εκδορές και μαλακή βουβονική λεμφαδενοπάθεια είναι συνήθεις. Μέσα σε 10 με 14 ημέρες οι εκδορές σχηματίζουν μια κρούστα και ξηραίνονται. Στις γυναίκες, τα έλκη εμφανίζονται στο αιδοίο με τη συμμετοχή του τραχήλου της μήτρας. Επίσης, μπορεί να προκαλέσει και επιπλοκές στο νευρικό σύστημα.
Ιός του ανθρώπινού θηλώματος (Human PappilomaVirus ή HPV): Είναι από τις πιό συχνές σεξουαλικώς μεταδιδόμενες ασθένειες παγκοσμίως με υψηλά ποσοστά παθογένειας, τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες. Χαρακτηριστικό σύμπτωμα του ιού είναι τα κονδυλώματα (condylomata acuminate), από τις πιο συχνές σεξουαλικώς επίκτητες μολύνσεις. Τα κονδυλώματα αυτά μπορούν να δημιουργηθούν απο τους ορότυπους 6, 11, 30, 42, 43, 44, 45, 51, 52, και 54 του ιού, με τους 6 και 11 να είναι υπεύθυνοι για το 90% των περιπτώσεων με κονδυλώματα. Λιγότερο από το 1% των μολυνθέντων μπορούν να εμφανίσουν κλινικά σαφή κονδυλώματα, άλλα και πάλι εξακολουθούν να μπορούν να μεταδόσουν τον ιό. Επίσης εμφανίζονται και πρωκτικό–γεννητικά νεοπλάσματα, προκαρκινικές αλλοιώσεις, και άλλες καλοήθεις αλλοιώσεις. Έχει αναγνωριστεί οτι ο HPV αποτελεί τον κύριο παράγοντα της εμφάνισης καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Ο ιός όταν εισέλθει στον οργανισμό, περνάει σε μια λανθάνουσα περίοδο, που μπορεί να διαρκέσει από μήνες μέχρι και χρόνια χώρις κανένα σύμπτωμα. Ακόμα και στο διάστημα αυτό μπορεί με την επαφή να μεταδοθεί ο ιός. Απροστάτευτη σεξουαλική επαφή με άτομο που είναι μολυσμένο με HPV αφήνει 70% πιθανότητες να μολυνθεί και το ίδιο.
Αιδιοκολπίτιδα (Bacterial vaginosis, BV). Πολυμικροβιακή λοίμωξη που η ακριβής παθογόνος αιτιολογία είναι αδιευκρίνιστη. Παρ' όλα αυτά χαρακτηρίζεται από αύξηση αναεροβίων μικροοργανισμών, της G. vaginalis, των Bacteroides spp και Mobiluncus spp, και του Mycoplasma hominis, και με ταυτόχρονη ελάττωση των γαλακτοβακίλλων. Χαρακτηρίζεται, επίσης, και από οξείες κολπικές εκκρίσεις, με χαρακτηριστική οσμή, η οποία εκτιμάται οτί ο κύριος λογος της οφείλεται στη διάσπαση αμινών της ανώμαλης χλωρίδας.
Κατηγορίες ΑΝ
Τα κυριότερα αφροδισιακά νοσήματα είναι τα εξής:
Λόγω Βακτηρίων:
1. Νεϊσσέρια γονόρρεια (Ν. gonorrhoeae). Είναι ένας Gram αρνητικός (–) ενδοκυττάριος διπλόκοκκος. Ανήκει στην οικογένεια Neisseria, η οποία περιλαμβάνει 11 είδη από τα οποία μόνο δύο, η Ν. gonorrhoeae και η N. meningitides συχνά προκαλούν ασυμπτωματικές λοιμώξεις. Εργαστηριακά αναγνωρίζεται μετά από καλλιέργεια κολπικού και τραχηλικού δείγματος σε απλά ή ειδικά θρεπτικά υλικά, στα οποία η Νεϊσσέρια σχηματίζει χαρακτηριστικές αποικίες, και παράλληλα με ειδικές βιοχημικές δοκιμασίες.
2. Χλαμύδια του τραχώματος (Chlamydia trachomatis). Είναι υποχρεωτικά ενδοκυττάριος παθογόνος μικροοργανισμός, και ανήκει στην οικογένεια Chlamydia, η οποία αποτελείται από δύο ακόμα είδη. Το C. trachomatis είναι ένας Gram ενδιάμεσος μικροοργανισμός, που ενώ δεν μπορεί να βαφτεί με την χρώση Gram, παρουσιάζει την δομική μορφολογία των Gram αρνητικών μικροοργανισμών. Εργαστηριακά ανευρίσκονται στον ορό οι ανοσοσφαιρίνες IgG, IgM και IgA. Επίσης, μικροσκοπικά μπορούν να εντοπισθούν με την μέθοδο του ανοσοφθορισμού. Γενικότερα, η πιο ειδική και ευαίσθητη μέθοδος για την διάγνωση του είναι η αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης ή PCR, η οποία εντοπίζει το DNA του χλαμυδίου.
3. Τρεπόνημα το ωχρό (Treponema pallidum). To τρεπόνημα το ωχρό, είναι μια κινητή σπειροχαίτη. Η σπειροχαίτες ανήκουν σε μια χαρακτηριστική ομάδα βακτηρίων που αποτελείται από μακριά σπειροειδή κύτταρα. Ξεχωρίζουν από άλλα βακτηρίδια από το μαστίγια που φέρουν (αξονικά νημάτια) και τα οποία βοηθούν στην κίνηση των βακτηρίων αυτών. Οι περισσότερες σπειροχαίτες αναπτύσσονται σε αναερόβιες συνθήκες, αλλά υπάρχουν και κάποιες εξαίρεσεις. Μικροσκοπικά δεν εντοπίζεται με την χρώση Gram γιατί είναι πολύ λεπτός οργανισμός (λεπτό κυτταρικό τοίχωμα). Για τον λόγο αυτόν, στην μικροσκοπική διάγνωσή του χρησιμοποιούνται στο εργαστήριο δύο διαφορετικές μέθοδοι εντοπισμού, η μικροσκοπία σκοτεινού πεδίου και ο ανοσοφθορισμός. Μπορεί επίσης να εντοπισθεί από τον ορό του αίματος, με την βοήθεια ορολογικών μεθόδων, όπως η VDRL και RPR, καθώς και με την βοήθεια τέστ αντισωμάτων (FTA–ABS, TPI και TPHA).
4. Αιμόφιλος (Haemophilus ducreyi). Ο αιμόφιλος είναι ένα Gram αρνητικό βακτηρίδιο, και πιο συγκεκριμένα κοκκοβάκιλλος. Η διάγνωσή του γίνεται με μικροβιολογικές μεθόδους, όπως καλλιέργεια του γεννητικού υλικού σε κατάλληλα θρεπτικά υλικά, βιοχημικές δοκιμασίες μεταβολισμού, και ταυτοποίηση.
5. Χρυσίζων Σταφυλόκοκκος (Staphylococcus aureus). Ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος είναι ένας δυνητικά αναερόβιος Gram θετικός κόκκος που τον διαχωρίζουμε κατά την μικροσκόπιση επειδή διατάσσεται σε σταφυλές. Επίσης, μπορουμε να τον διαχωρίσουμε μικροβιολογικά με την βοήθεια απλών και ειδικών θρεπτικών υλικών, καθώς και συγκεκριμένων βιοχημικών δοκιμασιών μεταβολισμού. Χαρακτηριστικό του επίσης είναι και το χρυσό χρώμα που κάνουν οι αποικίες (συχνά με αιμόλυση του θρεπτικού υλικού) από το οποίο παίρνει και το όνομά του (aureus στα λατινικά σημαίνει χρυσός). Αποτελεί το πιο συχνό αίτιο σταφυλοκοκκικής λοίμωξης. Ανευρίσκεται ανάμεσα στη φυσιολογική χλωρίδα του δέρματος, αλλά μπορεί να προκαλέσει από απλές δερματικές μολύνσεις (δερματίτιδες), έως και πολύ επικίνδυνες για τη ζωή ασθένειες του οργανισμού όπως πνευμονία, μηνιγγίτιδα, οστεομυελίτιδα, ενδοκαρδίτιδα, σύνδρομο του τοξικού σόκ (toxic shock syndrome, TSS), βακτηριαιμία και σηψαιμία. Ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος είναι ικανός να εκκρίνει και διάφορες τοξίνες, κάποιες από αυτές ευθύνονται για το σύνδρομο του τοξικού σοκ που σχετίζεται με την χρήση των ταμπών, και κάποιες άλλες εντεροτοξίνες που ευθύνονται για ένα είδος τροφικής δηλητηρίασης. Εκτός από τις μικροβιολογικές μεθόδους για την διάγνωση του S. aureus χρησιμοποιούνται σήμερα και μέθοδοι "αληθινού–χρόνου" (real–time), όπως η ποσοτική PCR και Real–time PCR.
6. Μυκόπλασμα (Mycoplasma hominis) και ουρεάπλασμα (Ureaplasma urealiticum). Προκαλούν κυρίως τη μη γονοκοκκιακή ουρηθρίτιδα και αιδιοκολπίτιδα (ΒV). Τα μυκοπλάσματα είναι γένος παρασιτικών ή σαπροφυτικών βακτηρίων που δεν έχουν κυτταρικό τοίχωμα, πράγμα που τα καθιστά ανεπηρέαστα από πολλά κοινά αντιβιοτικά, όπως την πενικιλλίνη και τα β–λακταμικά. Πολλά είδη είναι παθογόνα για τον άνθρωπο, εκ' των οποίων τα πιο συνήθη είναι το M. hominis και το M. genitalium που πιστεύτε ότι ευθύνονται για φλεγμονώδεις νόσους της πυέλου. Επίσης, το M. hominis υπάρχει και στον κόλπο της γυναίκας, όπου μπορεί να είναι μέρος της φυσιολογικής χλωρίδας ή όχι. Ένα άλλο είδος, το M. pneumoniae ευθύνεται για άτυπες πνευμονίες και άλλες φλεγμονώδεις ασθένειες. Μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την διάγνωση του μυκοπλάσματος και ουρεαπλάσματος είναι κυρίως καλλιέργειες σε θρεπτικά ειδικά υλικά (A7 άγαρ), όπου το M. hominis σχηματίζει χαρακτηριστικές αποικίες, τις λεγόμενες "τηγανιτού αυγού", όπως φαίνονται στο μικροσκόπιο. Το ουρεάπλασμα είναι και αυτό βακτηρίδιο το οποίο ανήκει στην ίδια οικογένεια με τα μυκοπλάσματα, άλλα αποτελεί ξεχωριστό είδος. Το U. urealiticum είναι μέρος της φυσιολογικής χλωρίδας των γεννητικών οργάνων στους άντρες και στις γυναίκες. Έχει συνδεθεί όμως και με διάφορες ασθένειες, όπως τη μη ειδική ουρηθρίτιδα, στειρότητα, πρόωρους τοκετούς, κ.α. Ομοίως, χρησιμοποιούνται καλλιέργειες σε Α7 άγαρ για την ανάπτυξη και διάγνωση του καθώς και χαρακτηριστικές βιοχημικές διαδικασίες (διάσπαση της ουρίας).
7. Σιγκέλλες. Είναι Gram αρνητικά ραβδοεϊδούς σχήματος βακτήρια που είναι αρκετά συναφή με το κολοβακτηρίδιο (E. coli) και τη σαλμονέλλα. Συνήθως προκαλεί στον άνθρωπο δυσεντερία. Έχουν ανακαλυφθεί 4 είδη σιγκέλλας με διαφορετικούς και πολλούς ορότυπους. Μικροβιολογικά για τον διαχωρισμό του χρησιμοποιούμε καλλιέργειες σε απλά ή πιο ειδικά θρεπτικά υλικά και ανάλυση βιοχημικών δοκιμασιών, κυρίως από δείγμα κοπράνων.
Λόγω μυκήτων:
1. Trichophyton rubrum. Είναι ένα δερματόφυτο που ευθύνεται κυρίως για δερματικές ασθένειες, όπως μυκητιάσεις στα πόδια των αθλητών.
2. Διάφορες μολύνσεις λόγω μυκήτων.
Λόγω ιών:
1. Ιογενής ηπατίτιδα από: Ιός της ηπατίτιδας Β (Hepatitis B virus, HBV), κυρίως. Επίσης, ηπατίτιδα C (HCV). Σπανίως μεταδίδεται σεξουαλικά. Προκαλεί καρκίνο του ήπατος. Η ηπατίτιδα D μπορεί να μεταδοθεί σεξουαλικά. Οι ηπατίτιδες Α και Ε κυρίως μέσω της οδού περιτώματα–στόμα. Ακόμα και από το σάλιο και τα αφροδίσια υγρά.
2. Ιός του απλού έρπητα (Herpes Simplex Virus, HSV). Μπορεί να μεταδοθεί και με την επαφη με το δέρμα, και από βλεννώδης περιοχές με ή χωρίς την παρουσία εμφανών φουσκάλων.
3. Ιός της ανθρώπινης ανοσοκαταστολής (Human Immunodeficiency Virus, HIV). Προκαλεί το AIDS (Σύνδρομο της Επίκτητης Ανοσοανεπάρκειας, Acquired ImmunoDeficiency Syndrome). Κυρίως μεταδίδεται με την σεξουαλική επαφή μέσω των αφροδίσιων υγρών, και με την χρησιμοποίηση μολυσμένων συρριγγών. Μπορεί να μεταδοθεί και κατά την γέννηση, από την μητέρα στο παιδί.
4. Ανθρώπινος Τ–Λεμφοτροπικός Ιός τύπου 1 και 2 (Human T–Lymphotropic Virus, HTLV 1, 2). Κυρίως μεταδίδεται από τα γεννητικά υγρά. Ευθύνεται για Τ–κυτταρική λευχαιμία και Τ–λέμφομα καθώς και άλλες ασθένειες.
5. Ιός του ανθρώπινου θηλώματος (Human PappilomaVirus, HPV). Προκαλεί τα γνωστά κονδυλώματα. Έχουν αναγνωριστεί πάνω από 40 διαφορετικοί γονότυποι του ιού, οι οποίοι χωρίζονται σε χαμηλού ("Low risk") και υψηλού ("High risk") κινδύνου τύπους. Οι "υψηλού κινδύνου" ιοί οφείλονται για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και καρκίνο του πρωκτού. Μεταδίδεται μέσω του δέρματος και τον βλεννωδών ιστών. Στις γυναίκες χρησιμοποιείται το γνωστό τεστ Παπανικολάου για την ανίχνευσή του. Παρ' όλα αυτά, νέες και πιο σύγχρονες μεθόδοι μπορούν να εντοπίσουν το DNA του ιού, π.χ. μέθοδος της PCR.
6. Κυτταρομεγαλοϊός (Cytomegalovirus, CMV ή HHV–5). Προκαλεί την λοιμώδη μονοπυρήνωση. Μπορεί να μεταδοθεί από τα γεννητικά υγρά, το σάλιο, τα ούρα, τα κόπρανα και τον ιδρώτα.
7. Ιός του Epstein–Barr (EBV ή HHV–4). Ο EBV είναι ένας ιός που μπορεί να προκαλέσει καρκίνο. Είναι γνωστό ότι εμπλέκεται στα αίτια του λεμφώματος Burkitt και σε ρινοφαρυγγικά καρκινώματα. Επίσης, έχει βρεθεί ότι προκαλεί και λοιμώδη μονοπυρήνωση. Μπορεί να μεταδοθεί και με το σάλιο.
8. Ο Ιός Kaposi's sarcoma–associated herpesvirus (KSHV ή HHV–. O ιός του σαρκώματος Kaposi ανήκει και αυτός στην οικογένεια των ερπητοϊών, και είναι από τους λίγους ιούς με γνωστή καρκινική δράση (ογκοϊοί). Ο τύπος του καρκίνου που δημιουργεί (σάρκωμα Kaposi) εμφανίζεται κυρίως σε ασθενείς με AIDS. Μπορεί να μεταδοθεί και με το σάλιο.
9. Αδενοϊοί (Adenoviruses). Μεταδίδονται μέσω των αφροδίσιων υγρών κατά την σεξουαλική επαφή, με μολυσμένα περιττώματα και μέσω του αναπνευστικού συστήματος. Έχουν αναγνωριστεί διάφοροι ορότυποι αδενοϊών που προκαλούν διάφορα συμπτώματα και ασθένειες όπως στο αναπνευστικό συστημα και γαστροεντερίτιδες.
10. Molluscum contagiosum (Molluscum Contagiosum Virus, MCV). Ιός που προκαλεί μόλυνση του δέρματος και κάποιες φορές των βλεννωδών μεμβρανών. Ο ιός μεταδίδεται όχι μόνο μέσω της σεξουαλικής επαφής αλλά και κοντινής επαφής, όπως το άγγιγμα, ξύσιμο, ακόμα και από επαφή με αντικείμενα που υπάρχει ο ιός. Οι εκδορές που κάνει εχουν σχήμα θόλου (σπιλεού) στο χρώμα του δέρματος (ή ελαφρά ανοικτό ρόζ). Έχουν χαρακτηριστική εμφάνιση που μοιάζει με μαργαριτάρια. Μπορεί να εμφανιστούν σε διάφορα σημεία του σώματος και προκαλούν λίγο πόνο (ή σπάνια), και αρκετή φαγούρα. Συνεχές ξύσιμο στα "καρουμπαλάκια" αυτά μπορεί να εξαπλώσουν την μόλυνση σε γειτονικές περιοχές του δέρματος και να τα ματώσουν.
Λόγω παρασίτων:
1. Φθείρες του εφηβαίου.
2. Άκαρι της ψώρας.
Λόγω πρωτοζώων:
1. Τριχομονίαση (Trichomonas vaginalis). Η Τριχομονάδα του κόλπου είναι ένα αναερόβιο παρασιτικό πρωτόζωο, το οποίο φέρει μαστίγιο. Αποτελεί το αίτιο της τριχομονίασης και προσβάλει κυρίως τις γυναίκες. Προκαλεί αλλοιώσεις στο ενδομήτριο του κόλπου με αποτέλεσμα να υπάρχει η πιθανότητα μόλυνσης από άλλους μικροοργανισμούς. Προκαλεί επίσης διάφορες ασθένειες όπως πρόωρο τοκετό, χαμηλού βάρους νεογνά, καρκίνο του κόλπου και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί ακόμα να προκαλέσει βρογχίτιδα και πνευμονία. Συμπτώματα συμπεριλαμβάνουν φλεγμονή, με αφρώδη πρασινο–κίτρινες εκκρίσεις από τον κόλπο. Εργαστηριακά η διάγνωσή της γίνεται με το τεστ ΠΑΠ. Παρ' όλα αυτά, η χρησιμοποίηση αντιγονικών και μοριακών (PCR) τέστ είναι η πιο ευαίσθητη μέθοδος για την διάγνωση της τριχομονάδας του κόλπου.
2. Λάμβλια και ιστολυτική αμοιβάδα.
Θεραπεία
Για τα περισσότερα ΣΜΝ που οφείλονται σε μόλυνση από βακτήρια, υπάρχουν αντιβιοτικά για την καταπολέμησή τους., όπως π.χ. το ουρεάπλασμα με δοξυκικλίνη και η τριχομονάδα με μετρονιδαζόλη. Πάντα όμως το κάθε παθογόνο βακτήριο θα πρέπει να ελέγχεται για την ευαισθησία του στα αντιβιοτικά με το τεστ ευαισθησίας (αντιβιόγραμμα) και τα αποτελέσματα να δίνονται στον θεράποντα ιατρό, ο οποιός με βάση το ιστορικό και την κλινική εικόνα του ασθενούς θα αποφασίσει πιο είναι το καταλληλότερο αντιβιοτικό για την αντιμετώπιση του μικροβίου.
Όσο αφορά στους ιούς υπάρχουν εμβόλια στην διάθεσή μας που μπορούν να προστατέψουν από μερικά ήδη ιογενών σεξουαλικώς μεταδιδόμενων ασθενειών, όπως για τον ιό της ηπατίτιδας Β και μερικών τύπων του HPV. Χαρακτηριστικά για τον HPV, το εμβόλιο είναι δυνατόν να προστατέψει τον τράχηλο της μήτρας από διάφορες καρκινικές και προκαρκινικές αλλοιώσεις. Επίσης, υπάρχουν σήμερα και πολλά αντι–ΐικα φάρμακα που προσβάλλουν την διαδικασία αναπαραγωγής των ιών, π.χ. ερπητοϊών. Παράλληλα, στους ασθενείς με AIDS χρησιμοποιείται αντι–ρετροϊική θεραπεία για την αντιμετώπιση των άλλων συμπτωμάτων που εμφανίζονται σε αυτούς τους ασθενείς, όπως το σάρκωμα Kaposi's.
Παρ' όλα αυτά, ακόμα και στις μέρες μας η πρόληψη αποτελεί το καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης των ΣΜΝ. Η κατάλληλη χρήση των προφυλακτικών μειώνει την μετάδοση με την επαφή και το ρίσκο της. Ως μέθοδος προφύλαξης συνιστάται ασφαλέστερο σεξ, χρήση προφυλακτικών, σαν τον καλύτερο και αποτελεσματικότερο, αξιόπιστο τρόπο για να μειωθεί το ρίσκο μόλυνσης από κάποιο ΣΜΝ.
Βιβλιογραφία
Kumar P., and Clark M., (2002) "Clinical Medicine", 5th Edition, W.B. Saunders, Edinburg, London, New York, Philadelphia, St. Louis, Sydney, Toronto.
Wallach J., (1999) "Interpretation of diagnostic test", 6th Edition, Ιατρικές Εκδόσεις Λίτσας.
Scardina G.A., Pisano T., and Messina P., (2009) "Oral and cervical lesions associated with human papillomavirus' Recenti Progressi in Medicina 100 (5): 261–6.
Trottier H., and Burchell A.N., (2009) "Epidemiological of mucosal human papillomavirus infection and associated diseases" Public Health Genomics 12 (5–6): 291–307
πηγή: http://www.vistakis.gr/news/afrodisianosimata.html?iframe=true&width=550&height=400
Τα αφροδίσια νοσήματα (ΑΝ) αποτελούν έναν από τους κύριους παράγοντες των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων (ΣΜΝ) και επιδημιών παγκοσμίως. Σήμερα, και ενώ υπάρχουν πολλές σύγχρονες διαγνωστικές και θεραπευτικές μεθόδοι, τα περιστατικά των ΣΜΝ παραμένουν υψηλά. Για παράδειγμα, η ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά των βακτηριακών ΣΜΝ (π.χ. πενικιλλίνη ανθεκτικοί γονόκοκκοι) καθιστούν την καταπολέμησή τους, και επομένως και των ασθενειών που προκαλούν, πιο δύσκολο να θεραπευθούν. Ως αποτέλεσμα, τόσο οι χρόνιες αλλά και οι οξείες φάσεις των ΑΝ μπορούν να προκαλέσουν σοβαρα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα.
Έχει υπολογιστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 περίπου 1 εκατομμύριο άνθρωποι μολύνονται κάθε μέρα. Από αυτούς, το 60% ήταν κάτω των 25 ετών, ενώ από αυτό το γκρούπ των ατόμων το 30% ήταν κάτω των 20 ετών. Το 1999 μάλιστα, υπολογίστηκε ότι 340 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις μόλυνσης από σύφιλη, γοννόροια, χλαμύδια και τριχομονάδα συνέβησαν παγκοσμίως. Άλλες δημογραφικές έρευνες έχουν δείξει, ότι τα ποσοστά μόλυνσης από ΣΜΝ σε σεξουαλικώς ενεργά νεαρά κορίτσια ήταν ως εξής: χλαμύδια: 10%–25%, γοννόροια: 3%–18%, σύφιλη: 0%–3%, τριχομονάδα: 8%–16%, και ιός του απλού έρπητα: 2%–12%. Σε σχέση με τους άνδρες που τα ποσοστά κυμαίνονταν από: χλαμύδια: 9%–14%, και γοννόροια: 2%–3%.
Παθολογία – Τρόποι μετάδοσεις
Τα ΣΜΝ μπορούν να μεταδοθούν διαμέσου διαφόρων οδών, συνήθως βλεννογόνων και μεμβρανών, όπως, του πέους, του αιδίου, του πρωκτού και της ουρηρθρικής οδού. Λιγότερο συχνά μεταδίδονται μέσω των βλεννογόνων του στόματος, του λάρυγγα, της αναπνευστικής οδού και των οφθαλμών. Τα διάφορα παθογόνα μπορούν να περάσουν από διάφορα "σπασίματα" και εκδορές του δέρματος, όσο μικρές και εαν είναι αυτές. Κύρια πηγή μόλυνσης είναι: τα "αφροδίσια" υγρά, το σάλιο, οι βλεννώδεις περιοχές, το δέρμα (κυρίως των γεννητικών περιοχών). Υπάρχουν και σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες η μόλυνση μπορεί να μεταδοθεί και μέσω των περιττωμάτων, των ούρων και τον ιδρώτα. Μερικά ΣΜΝ, όπως το AIDS μπορούν να μεταδοθούν και από την μητέρα στο νεογνό, είτε κατά την γέννα, είτε μέσω του μητρικού γάλακτος (θηλασμό). Άλλες οδοί μετάδοσης συμπεριλαμβάνουν: μεταγγίσεις αίματος ή άλλων προϊόντων του αίματος, μολυσματικές σύρριγγες, ατυχήματα με μολυσματικές σύρριγγες κυρίως σε νοσοκομεία και εργαστήρια, χρησιμοποίηση συρρίγγων για ταττού, κατά την γέννηση. Πολλές από τις μολύνσεις δεν είναι άμεσα εντοπίσιμες μετά από την επαφή/ έκθεση και θα πρέπει να περάσει κάποιο χρονικό διάστημα έτσι ώστε τα διαγνωστικά τέστ να είναι πιο ακριβή και να εντοπίσουν την νόσο.
Πολλά ΣΜΝ μπορούν πιο εύκολα να μεταδοθούν με το στοματικό έρωτα από ότι με το φιλί. Με τον HIV, τα γεννητικά υγρά έχουν μεγαλύτερη συγκέντρωση του παθογόνου (ιού) από ότι το σάλιο. Επίσης, ενώ ο στοματικός έρωτας αποτελεί τρόπο μετάδοσης των ΣΜΝ, ωστόσο, στην βιβλιογραφία δεν υπάρχουν σαφές ενδείξεις και αρκετά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι στοματο–γεννητική επαφή μπορεί να αποτελεί το μέσο μετάδοσης κάποιο ιόν (π.χ. του ιού του ανθρώπινου θηλώματος HPV). Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν και περιπτώσεις ΣΜΝ που μπορούν να μεταδοθούν με άμεση επαφή του δέρματος, όπως ο ιός του έρπητα (HSV) και ο HPV. Ο ιός Kaposi sarcoma–associated herpes virus ή KSHV (HHV– μπορεί να μεταδοθεί με βαθύ φίλημα άλλα και με το σάλιο, όταν αυτό χρησιμοποιείται σαν λιπαντικό μέσο.
Ανάλογα με το ΣΜΝ, ένα άτομο μπορεί να είναι μολυσματικό ακόμα και αν δε έχει εμφανή συμπτώματα της ασθένειας. Για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί να μεταδώσει τον έρπητα όταν υπάρχουν εμφανείς φουσκάλες/ έλκη, παρότι όταν δεν υπάρχουν. Ωστόσο, ένα άτομο μπορεί να μεταδώσει τον ιό του AIDS σε οποιαδήποτε στιγμή, ακόμα και αν δεν έχει εμφανίσει συμπτώματα (της ασθένειας). Γεγονός είναι ότι, όλες οι σεξουαλικές συμπεριφορές που περιλαμβάνουν κάποια μορφή επαφής με σωματικά υγρά θα πρέπει να θεωρείται ότι περιέχουν το ρίσκο μετάδοσης κάποιου ΣΜΝ. Ενώ η μεγαλύτερη προσοχή έχει δοθεί στο να ελεγχθούν (κοντρολαριστούν) ή και να θεραπευθούν διάφοροι ιοί όπως ο HPV, παρ' όλα αυτά βακτήρια, μύκητες, πρωτόζωα και παράσιτα, όλα μπορούν να προκαλέσουν ΣΜΝ (αιτιολογικοί παράγοντες).
Παθολογία – Γενικά Συμπτώματα
Τα κλινικά συμπτώματα των ΑΝ μπορούν να συνοψιστούν γενικά σε γεννητικής φύσεως, από τα οποία τα τρία κυριότερα είναι εκκρίσεις από την ουρήθρα, τον κόλπο, και εξελκώσεις στα γεννητικά όργανα. Άλλα που μπορούν να υφίστανται παράλληλα (ή όχι) συμπεριλαμβάνουν πυρετό, πόνο, κνησμό, δυσοσμία, πρήξιμο των γεννητικών οργάνων, εξανθήματα, πόνο των αρθρώσεων και προβλήματα στα μάτια. Πολλές φορές μάλιστα, ο ασθενής μπορεί να είναι τελείως ασυμπτωματικός. Τα αίτια των συμπτωμάτων αυτών ποικίλουν και πάντα ανάλογα με το ΑΝ. Παρακάτω δίνονται κάποια από τα κυριώτερα συμπτώματα μερικών από τα ΑΝ.
Γονόρροια (Neisseria gonorrhoeae): Το πιο συχνό σύμπτωμα της γονόρροιας είναι η ουρηθρίτιδα, η οποία μπορεί να προκαλέσει δυσουρία και/ ή διάφορες εκκρίσεις. Στους άντρες διάφορες άλλες επιπλοκές συμπεριλαμβάνουν ανίουσα μόλυνση που μπορεί να φτάσει στην επιδιδυμίδα (επιδιδυμίτιδα) ή τον προστάτη (προστατίτιδα) προκαλώντας έτσι οξεία ή χρόνια μόλυνση. Στις γυναίκες, η πρωταρχική μόλυνση είναι συνήθως ενδο–τραχηλίτιδα, τα συμπτώματα της οποίας μπορεί να είναι κολπικές εκκρίσεις, πόνο στην πύελο (λόγο μόλυνσης), δυσουρία, και εμμηνορροϊκή αιμορραγία κατά το μέσο της περιόδου. Επίσης, μπορεί να εμφανιστεί και πρωκτίτιδα.
Χλαμυδίωση (Chlamydia trachomatis): Μόλυνση των γεννητικών οργάνων. Στους άνδρες προκαλεί εξωτερικά ουρηθρίτιδα με δυσουρία και εκκρίσεις. Το 50% των περιπτώσεων μπορεί να είναι ασυμπτωματικοί ασθενείς. Ανίουσες μολύνσεις μπορεί να οδηγήσουν σε επιδιδυμίτιδα και πολλές φορές εμφανίζεται και πρωκτίτιδα. Στις γυναίκες, μέχρι το 80% των περιπτώσεων είναι ασυμπτωματικοί ασθενείς, αλλά εμφανίζονται και συμπτώματα όπως κολπικές εκκρίσεις, αιμορραγία κατά το μέσο της περιόδου και μετά συνουσίας, καθώς επίσης και χαμηλός κοιλιακός πόνος. Ανίουσα μόλυνση μπορεί να οδηγήσει σε οξεία σαλπιγγίτιδα.
Σύφιλη (Treponema pallidum): Xωρίζεται σε πρωταρχική, δευτερεύουσα, τριτογενή και προχωρημένου σταδίου.
Πρωταρχική: Η επώαση μπορεί να διαρκέσει από 10 εως και 90 ημέρες (μέσος όρος ~21 ημέρες). Μια βλατίδα (οζίδιο) σχηματίζεται στην περιοχή ενοφθαλμισμού (μόλυνσης), η οποία αργότερα εξελκώνεται και σιγά σιγά μετατρέπεται σε συφιλιδικό έλκος (χωρίς πόνο), με παράλληλη συνήθως ανώδυνη περιφερειακή λεμφαδενοπάθεια. Το έλκος μπορεί να περάσει απαρατήρητο, ενώ η ίαση επέρχεται αυτόματα μετά από 2–3 εβδομάδες.
Δευτερέυουσα: Παρατηρείται 4 με 10 εβδομάδες μετά την εμφάνιση της πρωτοταγούς εκδοράς και εμφανίζονται σωματικά συμπτώματα όπως πυρετός, πονόλαιμος, αδιαθεσία, και αρθραλγία. Σε αυτήν την φάση, οποιοδήποτε όργανο μπορεί να προσβληθεί (οργανικά συμπτώματα) οδηγώντας έτσι σε ηπατίτιδα, νεφρίτιδα, αρθρίτιδα και μηνιγγίτιδα. Παράλληλα, σε μερικές περιπτώσεις το πρωταρχικό συφιλιδικό έλκος μπορεί ακόμα να υπάρχει. Άλλα συμπτώματα που εμφανίζονται μπορεί να είναι γενική λεμφαδενοπάθεια (50%), και εξανθήματα στο δέρμα, τα οποία μπορεί να καλυπτουν όλο το σώμα. Εμφανίζονται επίσης και τα γνωστά κονδυλώματα (Condylomata lata), τα οποία είναι οζίδια, πλακώδεις εκδορές, ή αλλίως επιδερμικές ελκώσεις των βλεννωδών επιφανειών, τα οποία μπορούν να εμφανιστούν στο δέρμα, στο στόμα, και κυρίως στα γεννητικά όργανα. Πολλές φορές περιγράφονται ως "ελκώδη αποτυπώματα σαλιγκαριού" ("snail track ulcers"). Επίσης, οξεία νευρολογικά προβλήματα.
Τριτογενή και προχωρημένου σταδίου: Χαρακτηρίζονται κυρίως από καρδιαγγειακά και νευρολογικά συμπτώματα (νευροσύφιλη).
Ιός του απλού έρπητα (HSV): Ασυμπτωματικοί ασθενείς που μολύνθηκαν από HSV σπανίζουν. Ο έρπητας των γεννητικών οργάνων συνοδεύεται από οργανικά συμπτώματα όπως, πυρετό, μυαλγίες και πονοκέφαλο, το καθένα από τα οποία μπορεί να εμφανισθεί με διαφορετική έκταση και σοβαρότητα. Εμφανίζονται επώδυνα επιφανειακά έλκη, ενώ άτυπες εκδορές και μαλακή βουβονική λεμφαδενοπάθεια είναι συνήθεις. Μέσα σε 10 με 14 ημέρες οι εκδορές σχηματίζουν μια κρούστα και ξηραίνονται. Στις γυναίκες, τα έλκη εμφανίζονται στο αιδοίο με τη συμμετοχή του τραχήλου της μήτρας. Επίσης, μπορεί να προκαλέσει και επιπλοκές στο νευρικό σύστημα.
Ιός του ανθρώπινού θηλώματος (Human PappilomaVirus ή HPV): Είναι από τις πιό συχνές σεξουαλικώς μεταδιδόμενες ασθένειες παγκοσμίως με υψηλά ποσοστά παθογένειας, τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες. Χαρακτηριστικό σύμπτωμα του ιού είναι τα κονδυλώματα (condylomata acuminate), από τις πιο συχνές σεξουαλικώς επίκτητες μολύνσεις. Τα κονδυλώματα αυτά μπορούν να δημιουργηθούν απο τους ορότυπους 6, 11, 30, 42, 43, 44, 45, 51, 52, και 54 του ιού, με τους 6 και 11 να είναι υπεύθυνοι για το 90% των περιπτώσεων με κονδυλώματα. Λιγότερο από το 1% των μολυνθέντων μπορούν να εμφανίσουν κλινικά σαφή κονδυλώματα, άλλα και πάλι εξακολουθούν να μπορούν να μεταδόσουν τον ιό. Επίσης εμφανίζονται και πρωκτικό–γεννητικά νεοπλάσματα, προκαρκινικές αλλοιώσεις, και άλλες καλοήθεις αλλοιώσεις. Έχει αναγνωριστεί οτι ο HPV αποτελεί τον κύριο παράγοντα της εμφάνισης καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Ο ιός όταν εισέλθει στον οργανισμό, περνάει σε μια λανθάνουσα περίοδο, που μπορεί να διαρκέσει από μήνες μέχρι και χρόνια χώρις κανένα σύμπτωμα. Ακόμα και στο διάστημα αυτό μπορεί με την επαφή να μεταδοθεί ο ιός. Απροστάτευτη σεξουαλική επαφή με άτομο που είναι μολυσμένο με HPV αφήνει 70% πιθανότητες να μολυνθεί και το ίδιο.
Αιδιοκολπίτιδα (Bacterial vaginosis, BV). Πολυμικροβιακή λοίμωξη που η ακριβής παθογόνος αιτιολογία είναι αδιευκρίνιστη. Παρ' όλα αυτά χαρακτηρίζεται από αύξηση αναεροβίων μικροοργανισμών, της G. vaginalis, των Bacteroides spp και Mobiluncus spp, και του Mycoplasma hominis, και με ταυτόχρονη ελάττωση των γαλακτοβακίλλων. Χαρακτηρίζεται, επίσης, και από οξείες κολπικές εκκρίσεις, με χαρακτηριστική οσμή, η οποία εκτιμάται οτί ο κύριος λογος της οφείλεται στη διάσπαση αμινών της ανώμαλης χλωρίδας.
Κατηγορίες ΑΝ
Τα κυριότερα αφροδισιακά νοσήματα είναι τα εξής:
Λόγω Βακτηρίων:
1. Νεϊσσέρια γονόρρεια (Ν. gonorrhoeae). Είναι ένας Gram αρνητικός (–) ενδοκυττάριος διπλόκοκκος. Ανήκει στην οικογένεια Neisseria, η οποία περιλαμβάνει 11 είδη από τα οποία μόνο δύο, η Ν. gonorrhoeae και η N. meningitides συχνά προκαλούν ασυμπτωματικές λοιμώξεις. Εργαστηριακά αναγνωρίζεται μετά από καλλιέργεια κολπικού και τραχηλικού δείγματος σε απλά ή ειδικά θρεπτικά υλικά, στα οποία η Νεϊσσέρια σχηματίζει χαρακτηριστικές αποικίες, και παράλληλα με ειδικές βιοχημικές δοκιμασίες.
2. Χλαμύδια του τραχώματος (Chlamydia trachomatis). Είναι υποχρεωτικά ενδοκυττάριος παθογόνος μικροοργανισμός, και ανήκει στην οικογένεια Chlamydia, η οποία αποτελείται από δύο ακόμα είδη. Το C. trachomatis είναι ένας Gram ενδιάμεσος μικροοργανισμός, που ενώ δεν μπορεί να βαφτεί με την χρώση Gram, παρουσιάζει την δομική μορφολογία των Gram αρνητικών μικροοργανισμών. Εργαστηριακά ανευρίσκονται στον ορό οι ανοσοσφαιρίνες IgG, IgM και IgA. Επίσης, μικροσκοπικά μπορούν να εντοπισθούν με την μέθοδο του ανοσοφθορισμού. Γενικότερα, η πιο ειδική και ευαίσθητη μέθοδος για την διάγνωση του είναι η αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης ή PCR, η οποία εντοπίζει το DNA του χλαμυδίου.
3. Τρεπόνημα το ωχρό (Treponema pallidum). To τρεπόνημα το ωχρό, είναι μια κινητή σπειροχαίτη. Η σπειροχαίτες ανήκουν σε μια χαρακτηριστική ομάδα βακτηρίων που αποτελείται από μακριά σπειροειδή κύτταρα. Ξεχωρίζουν από άλλα βακτηρίδια από το μαστίγια που φέρουν (αξονικά νημάτια) και τα οποία βοηθούν στην κίνηση των βακτηρίων αυτών. Οι περισσότερες σπειροχαίτες αναπτύσσονται σε αναερόβιες συνθήκες, αλλά υπάρχουν και κάποιες εξαίρεσεις. Μικροσκοπικά δεν εντοπίζεται με την χρώση Gram γιατί είναι πολύ λεπτός οργανισμός (λεπτό κυτταρικό τοίχωμα). Για τον λόγο αυτόν, στην μικροσκοπική διάγνωσή του χρησιμοποιούνται στο εργαστήριο δύο διαφορετικές μέθοδοι εντοπισμού, η μικροσκοπία σκοτεινού πεδίου και ο ανοσοφθορισμός. Μπορεί επίσης να εντοπισθεί από τον ορό του αίματος, με την βοήθεια ορολογικών μεθόδων, όπως η VDRL και RPR, καθώς και με την βοήθεια τέστ αντισωμάτων (FTA–ABS, TPI και TPHA).
4. Αιμόφιλος (Haemophilus ducreyi). Ο αιμόφιλος είναι ένα Gram αρνητικό βακτηρίδιο, και πιο συγκεκριμένα κοκκοβάκιλλος. Η διάγνωσή του γίνεται με μικροβιολογικές μεθόδους, όπως καλλιέργεια του γεννητικού υλικού σε κατάλληλα θρεπτικά υλικά, βιοχημικές δοκιμασίες μεταβολισμού, και ταυτοποίηση.
5. Χρυσίζων Σταφυλόκοκκος (Staphylococcus aureus). Ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος είναι ένας δυνητικά αναερόβιος Gram θετικός κόκκος που τον διαχωρίζουμε κατά την μικροσκόπιση επειδή διατάσσεται σε σταφυλές. Επίσης, μπορουμε να τον διαχωρίσουμε μικροβιολογικά με την βοήθεια απλών και ειδικών θρεπτικών υλικών, καθώς και συγκεκριμένων βιοχημικών δοκιμασιών μεταβολισμού. Χαρακτηριστικό του επίσης είναι και το χρυσό χρώμα που κάνουν οι αποικίες (συχνά με αιμόλυση του θρεπτικού υλικού) από το οποίο παίρνει και το όνομά του (aureus στα λατινικά σημαίνει χρυσός). Αποτελεί το πιο συχνό αίτιο σταφυλοκοκκικής λοίμωξης. Ανευρίσκεται ανάμεσα στη φυσιολογική χλωρίδα του δέρματος, αλλά μπορεί να προκαλέσει από απλές δερματικές μολύνσεις (δερματίτιδες), έως και πολύ επικίνδυνες για τη ζωή ασθένειες του οργανισμού όπως πνευμονία, μηνιγγίτιδα, οστεομυελίτιδα, ενδοκαρδίτιδα, σύνδρομο του τοξικού σόκ (toxic shock syndrome, TSS), βακτηριαιμία και σηψαιμία. Ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος είναι ικανός να εκκρίνει και διάφορες τοξίνες, κάποιες από αυτές ευθύνονται για το σύνδρομο του τοξικού σοκ που σχετίζεται με την χρήση των ταμπών, και κάποιες άλλες εντεροτοξίνες που ευθύνονται για ένα είδος τροφικής δηλητηρίασης. Εκτός από τις μικροβιολογικές μεθόδους για την διάγνωση του S. aureus χρησιμοποιούνται σήμερα και μέθοδοι "αληθινού–χρόνου" (real–time), όπως η ποσοτική PCR και Real–time PCR.
6. Μυκόπλασμα (Mycoplasma hominis) και ουρεάπλασμα (Ureaplasma urealiticum). Προκαλούν κυρίως τη μη γονοκοκκιακή ουρηθρίτιδα και αιδιοκολπίτιδα (ΒV). Τα μυκοπλάσματα είναι γένος παρασιτικών ή σαπροφυτικών βακτηρίων που δεν έχουν κυτταρικό τοίχωμα, πράγμα που τα καθιστά ανεπηρέαστα από πολλά κοινά αντιβιοτικά, όπως την πενικιλλίνη και τα β–λακταμικά. Πολλά είδη είναι παθογόνα για τον άνθρωπο, εκ' των οποίων τα πιο συνήθη είναι το M. hominis και το M. genitalium που πιστεύτε ότι ευθύνονται για φλεγμονώδεις νόσους της πυέλου. Επίσης, το M. hominis υπάρχει και στον κόλπο της γυναίκας, όπου μπορεί να είναι μέρος της φυσιολογικής χλωρίδας ή όχι. Ένα άλλο είδος, το M. pneumoniae ευθύνεται για άτυπες πνευμονίες και άλλες φλεγμονώδεις ασθένειες. Μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την διάγνωση του μυκοπλάσματος και ουρεαπλάσματος είναι κυρίως καλλιέργειες σε θρεπτικά ειδικά υλικά (A7 άγαρ), όπου το M. hominis σχηματίζει χαρακτηριστικές αποικίες, τις λεγόμενες "τηγανιτού αυγού", όπως φαίνονται στο μικροσκόπιο. Το ουρεάπλασμα είναι και αυτό βακτηρίδιο το οποίο ανήκει στην ίδια οικογένεια με τα μυκοπλάσματα, άλλα αποτελεί ξεχωριστό είδος. Το U. urealiticum είναι μέρος της φυσιολογικής χλωρίδας των γεννητικών οργάνων στους άντρες και στις γυναίκες. Έχει συνδεθεί όμως και με διάφορες ασθένειες, όπως τη μη ειδική ουρηθρίτιδα, στειρότητα, πρόωρους τοκετούς, κ.α. Ομοίως, χρησιμοποιούνται καλλιέργειες σε Α7 άγαρ για την ανάπτυξη και διάγνωση του καθώς και χαρακτηριστικές βιοχημικές διαδικασίες (διάσπαση της ουρίας).
7. Σιγκέλλες. Είναι Gram αρνητικά ραβδοεϊδούς σχήματος βακτήρια που είναι αρκετά συναφή με το κολοβακτηρίδιο (E. coli) και τη σαλμονέλλα. Συνήθως προκαλεί στον άνθρωπο δυσεντερία. Έχουν ανακαλυφθεί 4 είδη σιγκέλλας με διαφορετικούς και πολλούς ορότυπους. Μικροβιολογικά για τον διαχωρισμό του χρησιμοποιούμε καλλιέργειες σε απλά ή πιο ειδικά θρεπτικά υλικά και ανάλυση βιοχημικών δοκιμασιών, κυρίως από δείγμα κοπράνων.
Λόγω μυκήτων:
1. Trichophyton rubrum. Είναι ένα δερματόφυτο που ευθύνεται κυρίως για δερματικές ασθένειες, όπως μυκητιάσεις στα πόδια των αθλητών.
2. Διάφορες μολύνσεις λόγω μυκήτων.
Λόγω ιών:
1. Ιογενής ηπατίτιδα από: Ιός της ηπατίτιδας Β (Hepatitis B virus, HBV), κυρίως. Επίσης, ηπατίτιδα C (HCV). Σπανίως μεταδίδεται σεξουαλικά. Προκαλεί καρκίνο του ήπατος. Η ηπατίτιδα D μπορεί να μεταδοθεί σεξουαλικά. Οι ηπατίτιδες Α και Ε κυρίως μέσω της οδού περιτώματα–στόμα. Ακόμα και από το σάλιο και τα αφροδίσια υγρά.
2. Ιός του απλού έρπητα (Herpes Simplex Virus, HSV). Μπορεί να μεταδοθεί και με την επαφη με το δέρμα, και από βλεννώδης περιοχές με ή χωρίς την παρουσία εμφανών φουσκάλων.
3. Ιός της ανθρώπινης ανοσοκαταστολής (Human Immunodeficiency Virus, HIV). Προκαλεί το AIDS (Σύνδρομο της Επίκτητης Ανοσοανεπάρκειας, Acquired ImmunoDeficiency Syndrome). Κυρίως μεταδίδεται με την σεξουαλική επαφή μέσω των αφροδίσιων υγρών, και με την χρησιμοποίηση μολυσμένων συρριγγών. Μπορεί να μεταδοθεί και κατά την γέννηση, από την μητέρα στο παιδί.
4. Ανθρώπινος Τ–Λεμφοτροπικός Ιός τύπου 1 και 2 (Human T–Lymphotropic Virus, HTLV 1, 2). Κυρίως μεταδίδεται από τα γεννητικά υγρά. Ευθύνεται για Τ–κυτταρική λευχαιμία και Τ–λέμφομα καθώς και άλλες ασθένειες.
5. Ιός του ανθρώπινου θηλώματος (Human PappilomaVirus, HPV). Προκαλεί τα γνωστά κονδυλώματα. Έχουν αναγνωριστεί πάνω από 40 διαφορετικοί γονότυποι του ιού, οι οποίοι χωρίζονται σε χαμηλού ("Low risk") και υψηλού ("High risk") κινδύνου τύπους. Οι "υψηλού κινδύνου" ιοί οφείλονται για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και καρκίνο του πρωκτού. Μεταδίδεται μέσω του δέρματος και τον βλεννωδών ιστών. Στις γυναίκες χρησιμοποιείται το γνωστό τεστ Παπανικολάου για την ανίχνευσή του. Παρ' όλα αυτά, νέες και πιο σύγχρονες μεθόδοι μπορούν να εντοπίσουν το DNA του ιού, π.χ. μέθοδος της PCR.
6. Κυτταρομεγαλοϊός (Cytomegalovirus, CMV ή HHV–5). Προκαλεί την λοιμώδη μονοπυρήνωση. Μπορεί να μεταδοθεί από τα γεννητικά υγρά, το σάλιο, τα ούρα, τα κόπρανα και τον ιδρώτα.
7. Ιός του Epstein–Barr (EBV ή HHV–4). Ο EBV είναι ένας ιός που μπορεί να προκαλέσει καρκίνο. Είναι γνωστό ότι εμπλέκεται στα αίτια του λεμφώματος Burkitt και σε ρινοφαρυγγικά καρκινώματα. Επίσης, έχει βρεθεί ότι προκαλεί και λοιμώδη μονοπυρήνωση. Μπορεί να μεταδοθεί και με το σάλιο.
8. Ο Ιός Kaposi's sarcoma–associated herpesvirus (KSHV ή HHV–. O ιός του σαρκώματος Kaposi ανήκει και αυτός στην οικογένεια των ερπητοϊών, και είναι από τους λίγους ιούς με γνωστή καρκινική δράση (ογκοϊοί). Ο τύπος του καρκίνου που δημιουργεί (σάρκωμα Kaposi) εμφανίζεται κυρίως σε ασθενείς με AIDS. Μπορεί να μεταδοθεί και με το σάλιο.
9. Αδενοϊοί (Adenoviruses). Μεταδίδονται μέσω των αφροδίσιων υγρών κατά την σεξουαλική επαφή, με μολυσμένα περιττώματα και μέσω του αναπνευστικού συστήματος. Έχουν αναγνωριστεί διάφοροι ορότυποι αδενοϊών που προκαλούν διάφορα συμπτώματα και ασθένειες όπως στο αναπνευστικό συστημα και γαστροεντερίτιδες.
10. Molluscum contagiosum (Molluscum Contagiosum Virus, MCV). Ιός που προκαλεί μόλυνση του δέρματος και κάποιες φορές των βλεννωδών μεμβρανών. Ο ιός μεταδίδεται όχι μόνο μέσω της σεξουαλικής επαφής αλλά και κοντινής επαφής, όπως το άγγιγμα, ξύσιμο, ακόμα και από επαφή με αντικείμενα που υπάρχει ο ιός. Οι εκδορές που κάνει εχουν σχήμα θόλου (σπιλεού) στο χρώμα του δέρματος (ή ελαφρά ανοικτό ρόζ). Έχουν χαρακτηριστική εμφάνιση που μοιάζει με μαργαριτάρια. Μπορεί να εμφανιστούν σε διάφορα σημεία του σώματος και προκαλούν λίγο πόνο (ή σπάνια), και αρκετή φαγούρα. Συνεχές ξύσιμο στα "καρουμπαλάκια" αυτά μπορεί να εξαπλώσουν την μόλυνση σε γειτονικές περιοχές του δέρματος και να τα ματώσουν.
Λόγω παρασίτων:
1. Φθείρες του εφηβαίου.
2. Άκαρι της ψώρας.
Λόγω πρωτοζώων:
1. Τριχομονίαση (Trichomonas vaginalis). Η Τριχομονάδα του κόλπου είναι ένα αναερόβιο παρασιτικό πρωτόζωο, το οποίο φέρει μαστίγιο. Αποτελεί το αίτιο της τριχομονίασης και προσβάλει κυρίως τις γυναίκες. Προκαλεί αλλοιώσεις στο ενδομήτριο του κόλπου με αποτέλεσμα να υπάρχει η πιθανότητα μόλυνσης από άλλους μικροοργανισμούς. Προκαλεί επίσης διάφορες ασθένειες όπως πρόωρο τοκετό, χαμηλού βάρους νεογνά, καρκίνο του κόλπου και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί ακόμα να προκαλέσει βρογχίτιδα και πνευμονία. Συμπτώματα συμπεριλαμβάνουν φλεγμονή, με αφρώδη πρασινο–κίτρινες εκκρίσεις από τον κόλπο. Εργαστηριακά η διάγνωσή της γίνεται με το τεστ ΠΑΠ. Παρ' όλα αυτά, η χρησιμοποίηση αντιγονικών και μοριακών (PCR) τέστ είναι η πιο ευαίσθητη μέθοδος για την διάγνωση της τριχομονάδας του κόλπου.
2. Λάμβλια και ιστολυτική αμοιβάδα.
Θεραπεία
Για τα περισσότερα ΣΜΝ που οφείλονται σε μόλυνση από βακτήρια, υπάρχουν αντιβιοτικά για την καταπολέμησή τους., όπως π.χ. το ουρεάπλασμα με δοξυκικλίνη και η τριχομονάδα με μετρονιδαζόλη. Πάντα όμως το κάθε παθογόνο βακτήριο θα πρέπει να ελέγχεται για την ευαισθησία του στα αντιβιοτικά με το τεστ ευαισθησίας (αντιβιόγραμμα) και τα αποτελέσματα να δίνονται στον θεράποντα ιατρό, ο οποιός με βάση το ιστορικό και την κλινική εικόνα του ασθενούς θα αποφασίσει πιο είναι το καταλληλότερο αντιβιοτικό για την αντιμετώπιση του μικροβίου.
Όσο αφορά στους ιούς υπάρχουν εμβόλια στην διάθεσή μας που μπορούν να προστατέψουν από μερικά ήδη ιογενών σεξουαλικώς μεταδιδόμενων ασθενειών, όπως για τον ιό της ηπατίτιδας Β και μερικών τύπων του HPV. Χαρακτηριστικά για τον HPV, το εμβόλιο είναι δυνατόν να προστατέψει τον τράχηλο της μήτρας από διάφορες καρκινικές και προκαρκινικές αλλοιώσεις. Επίσης, υπάρχουν σήμερα και πολλά αντι–ΐικα φάρμακα που προσβάλλουν την διαδικασία αναπαραγωγής των ιών, π.χ. ερπητοϊών. Παράλληλα, στους ασθενείς με AIDS χρησιμοποιείται αντι–ρετροϊική θεραπεία για την αντιμετώπιση των άλλων συμπτωμάτων που εμφανίζονται σε αυτούς τους ασθενείς, όπως το σάρκωμα Kaposi's.
Παρ' όλα αυτά, ακόμα και στις μέρες μας η πρόληψη αποτελεί το καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης των ΣΜΝ. Η κατάλληλη χρήση των προφυλακτικών μειώνει την μετάδοση με την επαφή και το ρίσκο της. Ως μέθοδος προφύλαξης συνιστάται ασφαλέστερο σεξ, χρήση προφυλακτικών, σαν τον καλύτερο και αποτελεσματικότερο, αξιόπιστο τρόπο για να μειωθεί το ρίσκο μόλυνσης από κάποιο ΣΜΝ.
Βιβλιογραφία
Kumar P., and Clark M., (2002) "Clinical Medicine", 5th Edition, W.B. Saunders, Edinburg, London, New York, Philadelphia, St. Louis, Sydney, Toronto.
Wallach J., (1999) "Interpretation of diagnostic test", 6th Edition, Ιατρικές Εκδόσεις Λίτσας.
Scardina G.A., Pisano T., and Messina P., (2009) "Oral and cervical lesions associated with human papillomavirus' Recenti Progressi in Medicina 100 (5): 261–6.
Trottier H., and Burchell A.N., (2009) "Epidemiological of mucosal human papillomavirus infection and associated diseases" Public Health Genomics 12 (5–6): 291–307
πηγή: http://www.vistakis.gr/news/afrodisianosimata.html?iframe=true&width=550&height=400
medlsc- Site Admin
- Αριθμός μηνυμάτων : 806
Points : 2407
Ημερομηνία εγγραφής : 18/07/2010
Παρόμοια θέματα
» Ο ρόλος των ιών των θηλωμάτων του ανθρώπου (HPV) σε νοσήματα του στόματος
» ΠΜΣ:Μεταβοληκά νοσήματα των οστών 2013-2014
» Ποιες περιοχές της Αθήνας κινδυνεύουν από λοιμώδη νοσήματα και επιδημίες
» ΠΜΣ:Μεταβοληκά νοσήματα των οστών 2013-2014
» Ποιες περιοχές της Αθήνας κινδυνεύουν από λοιμώδη νοσήματα και επιδημίες
Med-Lab Scientists :: ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟΣ ΧΩΡΟΣ / LABORATORY AREA :: Εργαστηριακά Μαθήματα / Laboratory Lessons
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Κυρ Ιουλ 20, 2014 6:58 am από vangelisn
» Ζητείται έμπειρη Αιμολήπτρια με δικό της μεταφορικό μέσον.
Παρ Ιαν 31, 2014 12:42 am από medlsc
» Σώστε τη ζωή ασθενών και μάθετε τους διάφορους τύπους αίματος.
Τρι Ιαν 07, 2014 9:04 am από medlsc
» Προκαταρκτικό Πρόγραμμα Ευρωπαικού Συνεδρίου Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων, Αθήνα 5-7 Δεκεμβρίου
Κυρ Νοε 03, 2013 6:06 am από medlsc
» Προεγγραφή στο Regional European Biomedical Laboratory Science Congress και 4ο Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων
Κυρ Νοε 03, 2013 6:02 am από medlsc